- ὁπλήεις
- ὁπλήεις, εσσα, εν, ([etym.] ὁπλή)A hooved, Poeta ap.D.Chr.32.85.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπλήεις — ὁπλήεις, εσσα, εν (Α) οπλισμένος, αρματωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεις] … Dictionary of Greek
ὁπλήεντας — ὁπλήεις hooved masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek